βάριο

βάριο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου, είναι κάπως σκληρότερο από τον μόλυβδο, ευήλατο και σφυρήλατο, με σημείο τήξης 850°C και σε υγρασία καίγεται με φλόγα κιτρινοπράσινη και πολύ λαμπερή. Δεν απαντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά μόνο στα άλατά του, όπως ο βαρυτίνης ή η βαρία ανθρακική άσβεστος (θειικό βάριο, BaSO4). Εκτεταμένα κοιτάσματα βαρυτίνη υπάρχουν στα ορυχεία Φράιμπεργκ και Χαρτς (Γερμανία), Κορνουάλης και Κάμπερλαντ (Μ. Βρετανία). Το 1808, ο Ντέιβι και ο Σίμπεκ απομόνωσαν το β. με απόσταξη του αμαλγάματος. Επειδή όμως ο διαχωρισμός του από το αμάλγαμα παρουσίαζε πολλές δυσκολίες, η μέθοδος αντικαταστάθηκε από άλλες. Το 1906, ο Γκιντς εφάρμοσε την αναγωγή του οξειδίου του β. με αργίλιο στους 1200°C σε κενό (3BaO + 2Αl = 3Ba + Al2O3). Ακολούθησε ο Ματινιόν το 1913, που αντικατέστησε το αργίλιο με πυρίτιο ή πιο οικονομικά, με σιδηροπυρίτη (3BaO + Si = 2Ba + BaSiO3). Η σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή του β. βασίζεται στις μεθόδους ηλεκτρόλυσης του χλωριούχου β. σε κατάστασης τήξης και στη μέθοδο αναγωγής με αργίλιο, μειγμάτων μονοξειδίου και υπεροξειδίου του β. σε ηλεκτρικές κάμινους σε κενό. Το β. είναι μέταλλο πολύ δραστικό. Με το υδρογόνο σχηματίζει υδρογονούχα ένωση και με το άζωτο αζωτούχα. Συμπεριφέρεται ως δισθενές και έχει αρκετά έντονο μεταλλικό χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται γενικά σε κράματα με τον μόλυβδο, το νικέλιο και τον χαλκό. Από τις ενώσεις του β. οι πιο ενδιαφέρουσες είναι τα άλατα νιτρικό και θειικό β. και το οξείδιο και υδροξείδιο. Το νιτρικό β. χρησιμοποιείται στη σύνθεση μερικών εκρηκτικών μειγμάτων και στην παραγωγή τεχνητής φλόγας. Το θειικό β. χρησιμοποιείται στην ιατρική ως διαγνωστικό μέσο στις ακτινογραφικές εξετάσεις του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου. Έχει επίσης εφαρμογή –σε μορφή λευκής σκόνης– ως χρωστική, με το όνομα σταθερό λευκό ή σε μείγμα με θειούχο ψευδάργυρο γνωστό ως λιθοπόν. Το οξείδιο του β. χρησιμοποιείται στην κατασκευή ειδικών γυαλιών και το υπεροξείδιο για την παρασκευή του οξυγονούχου ύδατος. Το υδροξείδιο του β. ή ύδωρ βαρίτη εφαρμόζεται στη βυρσοδεψία και στη ζαχαροβιομηχανία ως διαχωριστικό του σακχάρου από τη μελάσα. Τα πτητικά άλατα του β. χρωματίζουν πράσινη τη φλόγα και η ιδιότητα αυτή χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για την ποσοτική ανίχνευση του β. Για την ποσοτική ανάλυση, το β. καθιζάνει στη μορφή του θειικού άλατος, που είναι πρακτικά αδιάλυτο και ζυγίζεται ως θειικό β. Το μεταλλικό β. χρησιμοποιείται στην κατασκευή θερμοϊονικών λυχνιών, με σκοπό να απομακρυνθούν τα υπόλοιπα ίχνη αέρα και να σχηματιστεί έτσι ένα πληρέστερο κενό. Στον ίδιο τομέα, με μερικά κράματα β. κατασκευάζονται σπειρώματα και εσχάρες ραδιολυχνιών και ηλεκτρόδια ως κηρία ανάφλεξης. Άλλες εφαρμογές αυτού του στοιχείου γίνονται στην κάθαρση του χαλκού και ως συστατικό των αντιτριβικών κραμάτων, με πιο γνωστό το rary, που αποτελείται από β., μόλυβδο και ασβέστιο. Κρύσταλλος βαρυτίνη, που αποτελεί την πρώτη ύλη για την παρασκευή ενώσεων του βαρίου.
* * *
το
χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 56 και με σύμβολο Ba, το οποίο βρίσκεται στη φύση πάντοτε ενωμένο με άλλα χημικά στοιχεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βάριο — το χημικό μεταλλικό στοιχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • δεσμευτής — Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει… …   Dictionary of Greek

  • πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …   Dictionary of Greek

  • σιδηροηλεκτρικός — ή, ό, Ν φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηροηλεκτρισμό («σιδηροηλεκτρικά υλικά» υλικά, όπως είναι λ.χ. το τιτανικό βάριο, που αποτελούνται από κρυστάλλους τών οποίων οι δομικές μονάδες είναι μικροσκοπικά ηλεκτρικά δίπολα) …   Dictionary of Greek

  • ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικές γαίες — Ομάδα χημικών στοιχείων (η 2η του περιοδικού συστήματος), στην οποία περιλαμβάνονται το βηρύλλιο, το μαγνήσιο, το ασβέστιο, το στρόντιο, το βάριο και το ράδιο …   Dictionary of Greek

  • βαρίτης — Οξείδιο BaO ή υδροξείδιο Ba (ΟΗ)2 βαρίου. Β. λέγεται και ορυκτό, που βρίσκεται σε κρυστάλλους του ρομβικού κρυσταλλικού συστήματος και αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη για την παραγωγή του βαρίου και των ενώσεών του. Έχει σκληρότητα 3 βαθμών, ειδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”